-
1 ἱδρ-ώδης
-
2 ἱδρώδης
ἱδρ-ώδης, ες, zum Schwitzen geneigt, schwitzend, schweißig
См. также в других словарях:
ιδραδένωμα — ή ιδρωταδένωμα, το μικρός επιθηλιακός όγκος που αναπτύσσεται από τους ιδρωτοποιούς αδένες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hidradenome < hidr (πρβλ. ιδρ(ο) < ιδρώς, ώτος) + adenome (πρβλ. αδένωμα)] … Dictionary of Greek
οδύσ(σ)ομαι — ὀδύσ(σ)ομαι και, επικ. τ., ὀδυίομαι (Α) 1. οργίζομαι με κάποιον, θυμώνω 2. μισώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύσ(σ)ομαι προέρχεται από ένα αμάρτυρο ρ. *ὀδύομαι (πρβλ. ηπ ύω, ιδρ ύω, μεθ ύω). Το ρ. *ὀδύομαι παράγεται πιθ. από ένα αμάρτυρο ουσιαστικό… … Dictionary of Greek