Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἴβανον

См. также в других словарях:

  • ίβανον — ἴβανον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιβάνη] …   Dictionary of Greek

  • ἴβανον — rope of a draw well neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιβάνη — ἰβάνη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κάδος, ἀντλητήριον». [ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες τού Ησύχ. ιβάνη και ίβανον συνδέονται με το ρ. είβω «διαχέω, επεκτείνομαι» …   Dictionary of Greek

  • ιβανώ — ἰβανῶ, άω (Α) [ίβανον] (κατά τον Ησύχ.) αντλώ νερό από το πηγάδι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»