-
1 ἴαμνοι
-
2 ἴαμνοι
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἴαμνοι
-
3 εἱαμενή
Grammatical information: f.Meaning: `low land, humid prairie' (Il.),Other forms: ἴαμνοι pl. `id.' (Nic., H.). Cf. ἰαμενή, - αί, auch εἱαμένον νήνεμον, κοῖλον, βοτανώδη H. ( εἰ-)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: One assumes a partiple with accent shift as in δεξαμενή (s. v.). Initial εἱ- for the metre? Prob. Pre-Greek seen the variation - μεν-\/- μν-, which cannot have occurred in an inherited word (so no part.).Page in Frisk: 1,450Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > εἱαμενή
См. также в других словарях:
ίαμνοι — ἴαμνοι και ἰαμνοί, οἱ (Α) ειαμεναί*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιαμεναί] … Dictionary of Greek
ιαμεναί — ἰαμεναί, αἱ (Α) ειαμεναί*. λιβάδια με άφθονη βλάστηση σε τόπους υγρούς, κοντά σε βάλτους. [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο ο τ. ιαμεναί όσο και ο τ. ίαμνοι είναι διαφορετικές γραφές τού ειαμενή, αί και άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για ουσιαστικοποιημένη μτχ.… … Dictionary of Greek