-
1 ιαμβος
ὅ1) ямбическая стопа, ямб (U_) Plat., Arst.2) ямбический стих(Ἱππώνακτος Arph.)
ἴ. τρίμετρος Her. — ямбический триметр3) pl. ямбы, ямбическая поэма, т.е. сатира в ямбах(ἰάμβους ποιεῖν Plat.; ἴαμβοι ὑβριστῆρες Anth.)
-
2 ίαμβος
ο1) ямб (размер); 2) πλ. ямбы (жанр) -
3 γαλλιαμβος
ὅ стих. галлиямб, «ямб жрецов Кибелы», т.е. малый ионический каталектический триметр (_--|UU-U||UU-_|UU-_) -
4 διιαμβος
-
5 μυθιαμβος
-
6 πυρριχιαμβος
-
7 τριμετρος
-
8 χοριαμβος
-
9 χωλιαμβος
ὅ стих. холиамб, т.е. хромой ямб (ямбический сенарий, последняя стопа которого заменена спондеем или хореем: U-U-U-U-U--)
См. также в других словарях:
ἴαμβος — iambus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek
ίαμβος — ο 1. αρχαίο μέτρο που αποτελείται από μια βραχύχρονη και μια μακρόχρονη συλλαβή. 2. στη νεοελληνική μετρική το μετρικό πόδι που αποτελείται από μια άτονη και μια τονισμένη συλλαβή. 3. ποίημα γραμμένο σε ιαμβικά μέτρα: Ο Αρχίλοχος έγραψε πολύ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἰάμβοις — ἴαμβος iambus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάμβου — ἴαμβος iambus masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάμβους — ἴαμβος iambus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάμβων — ἴαμβος iambus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰάμβῳ — ἴαμβος iambus masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴαμβοι — ἴαμβος iambus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴαμβον — ἴαμβος iambus masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεψίαμβος — κλεψίαμθος, ὁ (Α) 1. είδος εννεάχορδου μουσικού οργάνου 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) οἱ κλεψίαμβοι «μέλη τινὰ παρά Ἀλκμᾱνι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ τού κλέπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κλεψ α) + ίαμβος (< ἴαμβος), πρβλ. χορ ίαμβος, χωλ ίαμβος] … Dictionary of Greek