-
1 ιστοδοκη
ἥ козлы или стойка для снятой мачты
См. также в других словарях:
κυμινοδόκη — κυμινοδόκη, ἡ (Α) κυμινοδόκον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. ιστο δόκη, κυμο δόκη] … Dictionary of Greek
1 ιστοδοκη
κυμινοδόκη — κυμινοδόκη, ἡ (Α) κυμινοδόκον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύμινον + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. ιστο δόκη, κυμο δόκη] … Dictionary of Greek