Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἱστιάτωρ

См. также в других словарях:

  • ιστιάτωρ — ἱστιάτωρ, ὁ (Α) ιων. τ. εστιάτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. παράλλ. τ. τού ἑστιάτωρ*. Για την ερμηνεία τού ἱ βλ. λ. εστία] …   Dictionary of Greek

  • ἱστιάτωρ — ἱστιά̱τωρ , ἱστιάτωρ feast masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστιάτορας — ἱστιά̱τορας , ἱστιάτωρ feast masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱστιάτορες — ἱστιά̱τορες , ἱστιάτωρ feast masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»