-
1 ἱστιάτωρ
-
2 ἱστιάτωρ
ἱστιάτωρ, ορος, ὁ, in Ephesus der Vorsteher der Opferschmäuse
См. также в других словарях:
ιστιάτωρ — ἱστιάτωρ, ὁ (Α) ιων. τ. εστιάτορας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. παράλλ. τ. τού ἑστιάτωρ*. Για την ερμηνεία τού ἱ βλ. λ. εστία] … Dictionary of Greek
ἱστιάτωρ — ἱστιά̱τωρ , ἱστιάτωρ feast masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστιάτορας — ἱστιά̱τορας , ἱστιάτωρ feast masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστιάτορες — ἱστιά̱τορες , ἱστιάτωρ feast masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)