1 ἱροργίη
ἱροργίη, ἡ, ion. = ἱερουργία, Her. 5, 83.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἱροργίη
ιροργίη — ἱροργίη, ἡ (Α) ιων. τ. τού ιερουργία* … Dictionary of Greek