-
1 ἱράομαι
-
2 ἱεράομαι
ἱεράομαι, ion. ἱράομαι, dep. med., Priester oder Priesterinn sein; ϑεοῠ, eines Gottes, Her. 2, 35; absol., Thuc. 2, 2; ἱερωσύνην ἱεράσασϑαι Aesch. 1, 19; ἱερᾶσϑαι καὶ ἄρχειν D. Hal. 2, 19 u. sonst. – Die VLL. haben auch eine Form ἱεράτω, die sie κατὰ νόμον ὀργιαζέτω καὶ ϑυέτω erkl.
См. также в других словарях:
ιερώνω — και ιερώ (ΑΜ ἱερῶ, όω και άω, δωρ. τ. ἱαρόω, παθ. τ. ἱεροῡμαι, όομαι και ἱερῶμαι, άομαι και ιων. ἱράομαι και δωρ. ἱερεοῡμαι, όομαι) κάνω κάτι ιερό, αφιερώνω, καθιερώνω, κάνω ανάθημα (νεοελλ. μσν.) (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ιερωμένος αυτός που … Dictionary of Greek