-
1 ἱππαγωγός
ἱππ-ᾰγωγός, όν,A carrying horses; esp. of ships used as cavalry transports,πλοῖα Hdt.6.48
; νέες ib.95;ναῦς Th.2.56
, 4.42, Arr.An.2.19.1;τριήρεις D.4.16
, D.S.11.3; ἱππαγωγοί alone, Ar.Eq. 599, D.4.21: Ἱππαγωγός as pr. n. of a ship, IG22.1623.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππαγωγός
См. также в других словарях:
κυφαγωγός — κυφαγωγός, όν (Α) φρ. «κυφαγωγὸς ἵππος» ίππος που βαδίζει με κυρτό τον αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυφός + αγωγός (< ἄγω), πρβλ. ιππ αγωγός, χαλιν αγωγός] … Dictionary of Greek
ιππαγωγός — ό (ΑΜ ἱππαγωγός, όν) αυτός που μεταφέρει ίππους («ἱππαγωγὰ πλοῑα», Ηρόδ.) μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱππαγωγός αυτός που φρόντιζε τους ίππους αρχ. 1. ως κύριο όν. Ἱππαγωγὸς ονομασία πλοίου 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱπππαγωγός (ενν. ναῡς ή τριήρης) το… … Dictionary of Greek