-
1 ιππαρχης
См. также в других словарях:
ιππάρχης — ἱππάρχης, δωρ. τ. ἱππάρχας, ὁ (Α) ίππαρχος* («κατασταθεὶς ὑπὸ τῶν Αχαιῶν ἱππάρχης ἐν τοῑς προειρημένοις καιροῑς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. γυμνασι άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek
ιππιλάρχης — ἱππιλάρχης, ὁ (Α) αρχηγός ιππέων στρατιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ἰλ άρχης (< ἴλη + άρχης < ἄρχω)] … Dictionary of Greek