-
1 ἱππεύω
A to be a horseman or rider, ride, Hdt.1.136, etc.;ἱ. ταῖς κυούσαις ἵπποις Arist.HA 576a21
;ἱ. ἐπ' ὄνου Luc.Bacch.2
; of a people,ἱππεύει ταῦτα τὰ ἔθνη Hdt.7.84
, cf. 87:—also in [voice] Med., Id.1.27,79.2 metaph., of the wind, (lyr.);σελάνα ἱππεύουσα δι' ὀρφναίας Id.Supp. 994
(lyr.); also, rush,πρὸς φόνον Id.HF 1001
.2 at Rome, to be an eques, D.C. 49.12; τὸ -εῦον the ordo equester, Id.60.7.III of a horse, as we say 'the horse rides (i.e. carries his rider) well', X.Eq.1.6,3.4, 10.3.
См. также в других словарях:
θακεύω — (Α) αποπατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ευφημισμός < θάκος + κατάλ. εύω (πρβλ. θαλαμ εύω, ιππ εύω)] … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek