-
1 ἱππάριον
A pony, PCair.Zen.30,al. (iii B.C.), Arr.Tact.19.3.3 statuette of a horse, IG11(2).203B 84 (Delos, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππάριον
См. также в других словарях:
ηλάριον — ἡλάριον, τὸ (AM) (υποκορ. τού ήλος) μικρό καρφί, καρφάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ήλ (τού ήλος) + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον, ιππ άριον)] … Dictionary of Greek
ροδάριον — τὸ, Α μικρό τριαντάφυλλο ως κόσμημα, ως διακοσμητικό μοτίβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. γλωσσ άριον, ἱππ άριον)] … Dictionary of Greek
ιππαρίδιον — ἰππαρίδιον, το (Μ) υποκορ. τού ιππάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰππαρ τού υποκορ. ἰππ άριον + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. κλιν ίδιον χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek