-
1 ιππαπαι
ἱ., τίς ἐμβαλεῖ ; Arph. Ερ. 602 — а ну, лошадки, кто приналяжет (на весла)?
-
2 ιππαπαί
-
3 ἱππαπαῖ
-
4 ιππαπαί
-
5 ἱππαπαί
-
6 ἱππαπαί
-
7 ἱππαπαῖ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππαπαῖ
-
8 ἱππαπαί
-
9 ῥυππαπαῖ
ῥυππᾰπαῖ, a cry of the Athenian rowers,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥυππαπαῖ
См. также в других словарях:
ιππαπαί — ἱππαπαῑ (Α) κραυγή τών ιππέων («ἀνεβρύαξαν, ἱππαπαῑ τίς ἐμβαλεῑ;», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λογοπαίγνιο τού Αριστοφάνη στην κωμωδία Ίππῆς, κατά το ρυππαπαῑ, κραυγή τών κωπηλατών] … Dictionary of Greek
ἱππαπαῖ — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππαπαί — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρυππαπαί — και, κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου, ῥυπαπαῑ Α 1. ναυτικό παρακέλευσμα κατά τη διάρκεια κωπηλασίας αντίστοιχο προς το ωόπ ή το χοπ («οὐκ ἠπίσταντ ἀλλ ἢ μᾱζαν καλέσαι καὶ ῥυππαπαῑ εἰπεῑν», Αριστοφ.) 2. (με αρθρ. ως ουσ.) τὸ ῥυππαπαῑ το πλήρωμα πλοίου.… … Dictionary of Greek