-
1 ιππομητις
См. также в других словарях:
ιππόμητις — ἱππόμητις, ό, ἡ (Α) ο έμπειρος στους ίππους ή στην ιππασία («ἀμφ Ἰόλασιν ἱππόμητιν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) + μητις (< μῆτις «σοφία, επιδεξιότητα»), πρβλ. δολό μητις, θεό μητις] … Dictionary of Greek
ἱππόμητιν — ἱππόμητις skilled in horses masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek