-
1 ιπποδρομος
I.ὅ ( в Сицилии) конник, конный солдатἱπποδρόμοι ψιλοί Her. — гипподромы, легковооруженная конница
II. -
2 ιπποδρόμιο(ν)
το, ιππόδρομος ο ипподром -
3 ιπποδρόμιο(ν)
το, ιππόδρομος ο ипподром -
4 δρόμος
ὁ δρόμος бег; 2. состязание в беге; скачки; 3. место для бега или скачек (→ ἱππόδρομος конное ристалище; ср. лат. syndromus группа сопутствующих друг другу симптомов болезни) ἔδραμον aor. я бежал (ср.) inf. δραμειν
См. также в других словарях:
Ἱπποδρόμος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδρόμος — chariot road masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππόδρομος — chariot road masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππόδρομος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
ιπποδρόμος — Το συγκρότημα των εγκαταστάσεων που προορίζονται για τις ιπποδρομίες, για τους αγώνες καλπασμού ή τροχασμού και περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους στίβους, χώρο για το κοινό που διαιρείται σε θέσεις, γραφεία για τους κριτές και το προσωπικό,… … Dictionary of Greek
ιππόδρομος — ο ιπποδρόμιο: Φαληρικός ιππόδρομος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱπποδρόμω — ἱππόδρομος chariot road masc nom/voc/acc dual ἱππόδρομος chariot road masc gen sg (doric aeolic) ἱπποδρόμος chariot road masc nom/voc/acc dual ἱπποδρόμος chariot road masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδρόμοις — ἱππόδρομος chariot road masc dat pl ἱπποδρόμος chariot road masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδρόμου — ἱππόδρομος chariot road masc gen sg ἱπποδρόμος chariot road masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποδρόμους — ἱππόδρομος chariot road masc acc pl ἱπποδρόμος chariot road masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποδρόμω — Ἱπποδρόμος masc nom/voc/acc dual Ἱπποδρόμος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)