Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἱππάσιμος

См. также в других словарях:

  • ἱππάσιμος — fit for horses masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππάσιμος — η, ο (Α ἱππάσιμος, ασίμη, ον) [ιππάζομαι] (για τόπο) κατάλληλος για ιππασία («Αἴγυπτον τὸ πρὶν ἐοῡσαν ἱππασίμην καὶ ἁμαξευομένην», Ηρόδ.) αρχ. 1. μτφ. αυτός που υποκύπτει στη δύναμη ή στις διαθέσεις τών άλλων («τοῑς κόλαξιν ἑαυτὸν ἀνεικὼς… …   Dictionary of Greek

  • ἱππασίμων — ἱππάσιμος fit for horses fem gen pl ἱππάσιμος fit for horses masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππάσιμον — ἱππάσιμος fit for horses masc acc sg ἱππάσιμος fit for horses neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίμη — ἱππάσιμος fit for horses fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίμην — ἱππάσιμος fit for horses fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίμοις — ἱππάσιμος fit for horses masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίμου — ἱππάσιμος fit for horses masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίμους — ἱππάσιμος fit for horses masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίμῳ — ἱππάσιμος fit for horses masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππάσιμα — ἱππάσιμος fit for horses neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»