Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἱππάς

См. также в других словарях:

  • ιππάς — ἱππάς, άδος, ἡ (Α) [ίππος] 1. (ως επίθ. θηλ. τού ιππικός) ιππική («ἱππὰς στολή», Ηρόδ.) 2. (στην Αθήνα και στη Ρώμη) η τάξη τών ιππέων («ἐκ πεντακοσιομεδίμνων καὶ ζευγιτῶν καὶ τρίτου μέλους τῆς καλουμένης ἱππάδος», Αριστοτ.) 3. ο φόρος στον οποίο …   Dictionary of Greek

  • ἱππάς — a riding dress fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππάδα — ἱππάς a riding dress fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππάδας — ἱππάς a riding dress fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππάδες — ἱππάς a riding dress fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππάδι — ἱππάς a riding dress fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππάδος — ἱππάς a riding dress fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππάδων — ἱππάς a riding dress fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππάσιν — ἱππάς a riding dress fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππάδ' — ἱππάδα , ἱππάς a riding dress fem acc sg ἱππάδι , ἱππάς a riding dress fem dat sg ἱππάδε , ἱππάς a riding dress fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»