-
1 ἱππό-λοφος
ἱππό-λοφος, κόρυς, mit Roßhaaren besetzt, Ep. ad. 194 ( App. 323).
-
2 ἱππόλοφος
ἱππό-λοφος, κόρυς, mit Rosshaaren besetzt
См. также в других словарях:
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek