-
1 ἱππομαχέω
A fight on horseback, Th.4.124, X.Cyr.6.4.18; ἱ. πρὸς ὁπλίτας to fight, cavalry against infantry, Id.Ages.2.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππομαχέω
-
2 ἱππομαχία
ἱππομᾰχ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππομαχία
-
3 ἱππομαχικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππομαχικός
-
4 ἱππόμαχος
A fighting on horseback, trooper, Il.10.431 (v.l. -δαμοι), Simon.107.8 (= IG7.53), Luc.Macr.17, IG9(1).871(Corc., iii/ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππόμαχος
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский