-
1 ἱπποκόμος
ἱππο-κόμος, Pferde pflegend, haltend, gew. subst., Pferdeknecht, der das Pferd des Ritters im Kriege besorgt -
2 ἱππόκομος
ἱππό-κομος ( κόμη), rosshaarig, mit Rosshaaren versehen -
3 πήληξ
πήληξ, ηκος, ἡ, der Helm; Hom. ἀμφὶ δέ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ, Il. 13, 805, vgl. 15, 608. 16, 105; ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνϑέν, 8, 308; ἱππόκομος, 16, 797; Ar. Ran. 1085. Entweder von πάλλω, wegen der stets nickenden Bewegung des Helmbusches, oder nach Andern von πηλός, verwandt mit πέλις, πέλυξ, pelvis, Becken, Pickelhaube.
См. также в других словарях:
ιππόκομος — ἱππόκομος, ον (Α) (για περικεφαλαία) η στολισμένη με κόμη ίππου, με τρίχες από ουρά αλόγου («ἱππόκομος κόρυς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κόμος (< κόμη «μαλλί»), πρβλ. αβρό κομος, χρυσό κομος] … Dictionary of Greek
ἱπποκόμος — groom masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππόκομος — groom masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποκόμος — ο (Α ἱπποκόμος) αυτός που περιποιείται ίππους, που φροντίζει για την καλή διατροφή και συντήρηση ίππων («βοηλάτην ἤ ἱπποκόμον», Πλάτ.) νεοελλ. στρατιώτης που ήταν επιφορτισμένος να εκτελεί τις υπηρεσιακές διαταγές ενός αξιωματικού, να τόν… … Dictionary of Greek
ιπποκόμος — ο 1. αυτός που περιποιείται ίππους. 2. στρατιώτης που υπηρετεί αξιωματικό, ορντινάντσα: Ήταν ιπποκόμος του στρατηγού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱπποκόμοις — ἱππόκομος groom masc/fem/neut dat pl ἱπποκόμος groom masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκόμου — ἱππόκομος groom masc/fem/neut gen sg ἱπποκόμος groom masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκόμους — ἱππόκομος groom masc/fem acc pl ἱπποκόμος groom masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκόμων — ἱππόκομος groom masc/fem/neut gen pl ἱπποκόμος groom masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκόμῳ — ἱππόκομος groom masc/fem/neut dat sg ἱπποκόμος groom masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππόκομον — ἱππόκομος groom masc/fem acc sg ἱππόκομος groom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)