-
1 ιππο-
тж. ἱππ- и ἱππιο-1) составная часть ряда сложных слов, обозначающая принадлежность или отношение к лошади (напр. ἱππό-κομος)2) иногда (как и βου-) приставка со значением большой, огромный, весьма (ср. русск: «лошадиная доза»)ἱππόκρημνος — чрезвычайно крутой;
ἱπποτυφία — безмерная гордыня -
2 ίππο-κάμπη
ίππο-κάμπη, ἡ (?), od. ἱππό-καμπος, ὁ, ein fabelhaftes Meerthier von Rossegestalt mit gebogenem Fischschwanz, auf dem die Meergötter reitend od. fahrend dargestellt werden, Philostr. imagg. 1, 8; das Poseidon in der Hand hält, Strab. 8, 7, 2. – Auch ein Fisch, Seepferdchen, Ael. H. N. 14, 20.
-
3 ἱππο-φαές
ἱππο-φαές, τό, eine Pflanze, Diosc., auch ἱππό-φαιστον, Theophr., u. ἱππόφεως, ω, ὁ, Sp.
-
4 ίππό-ταυρος
ίππό-ταυρος, ὁ, Pferdestier, Hel. 10, 29.
-
5 ίππό-νωμος
ίππό-νωμος, Rosse lenkend, s. ἱππονόμος.
-
6 ίππο-ποίητος
ίππο-ποίητος, κήρ, durch ein Pferd bewirkt, lac. Anth. vol. 7 p. 18.
-
7 ίππο-φόρβιον
ίππο-φόρβιον, τό, die Heerde von Pferden; Her. 4, 110; ἔλαβε παμπληϑῆ βουκόλια καὶ ἱπποφόρβια καὶ ἄλλα βοσκήματα Xen. Hell. 4, 6, 6. Auch der Pferdestall, der Ort, wo Pferde gefüttert werden, Eur. El. 623, Arist. H. A. 6, 22 u. Sp., wie Plut. Eum. 8.
-
8 ίππο-μανία
ίππο-μανία, ἡ, rasende Pferdeliebhaberei, Leidenschaft für Pferderennen, Luc. Nigr. 29.
-
9 ἱππό-πορνος
ἱππό-πορνος, ὁ, gewaltiger Hurer, Hurenhengst, VLL.; auch fem., Alciphr. 3, 33; Ath. XIII, 565 c.
-
10 ἱππό-στασις
ἱππό-στασις, ἡ, Pferdestand, Pferdestall, Poll. 1, 184; Pol. 13, 8, 3; Ἀελίου κνεφαία ἱππόστασις, des Helios dämmernde Pferderast, ist der Abend, Eur. Morgen bezeichnet als ἕω φαεννὰν ἡλίου ϑ' ἱπποστάσεις, der Sonne lichten Rossestand.
-
11 ἱππό-σταθμος
ἱππό-σταθμος, ὁ, Sp., = Folgdm.
-
12 ἱππό-τιγρις
ἱππό-τιγρις, ιδος, ὁ, eine große Tigerart, D. Cass. 77, 6.
-
13 ἱππό-τῑλος
ἱππό-τῑλος, ὁ, Durchfall der Pferde, Hippiatr.
-
14 ἱππό-βρωτος
ἱππό-βρωτος, von Pferden gefressen, Sp.
-
15 ἱππό-βροτος
ἱππό-βροτος, pferdemenschlich, ὠδῖνες Lycophr. 842, einen Menschen, den Chrysaor, u. ein Pferd, den Pegasus gebärend.
-
16 ἱππό-κροτος
ἱππό-κροτος, vom Hufschlage der Rosse ertönend, ὁδός Pind. P. 5, 86, γυμνάσια, δάπεδα Eur. Hipp. 229 Hel. 207;. Συρίη Posidip. 3 (XII, 131).
-
17 ἱππό-κρημνος
ἱππό-κρημνος, roßsteil, ῥῆμα, ein hochtrabendes, halsbrechendes Wort, Ar. Ran. 929. Vgl. ἱπποβάμων.
-
18 ἱππό-γλωσσος
ἱππό-γλωσσος, mit einer Pferdezunge, Sp.
-
19 ἱππό-κομος
ἱππό-κομος ( κόμη), roßhaarig, mit Roßhaaren versehen, κόρυς, τρυφάλεια, Il. 12, 339. 13, 132 u. öfter; Soph. Ant. 116.
-
20 ἱππό-γῡπος
ἱππό-γῡπος, ὁ, Geierritter, Luc. Ver. hist. 1, 13.
См. также в других словарях:
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιππολάπαθον — ἱππολάπαθον, τὸ (Α) είδος λάπαθου που φυτρώνει στα έλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + λάπαθον. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό κρημνος, ιππό πορνος] … Dictionary of Greek
ιπποσέλινον — ἱπποσέλινον, τὸ (Α) είδος αγριοσέλινου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σέλινον. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό κρημνος, ιππο λάπαθον] … Dictionary of Greek
ιππόκρημνος — ἱππόκρημνος, ον (Α) 1. υπερβολικά απόκρημνος, πολύ δύσβατος 2. φρ. «ἱππόκρημνα ῥήματα» δυσκολονόητα, βαρύγδουπα, υψηλόκρημνα λόγια (Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρημνός. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά… … Dictionary of Greek
ιππότιγρις — ἱππότιγρις, ἱγριδος, ὁ (Α) είδος τίγρης με μεγάλο σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + τίγρις. Το α’ συνθετικό ιππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλος»), πρβλ. ιππό κρημνος, ιππο σέλινον] … Dictionary of Greek
Ιλίου πέρσις — Επικό ποίημα. Η πατρότητά του αποδίδεται στον ποιητή Αρκτίνο τον Μιλήσιο (ή Κορίνθιο κατά τον Αθήναιο). Η υπόθεσή του αφορούσε την άλωση της Τροίας. Συγκεκριμένα, όταν οι Αχαιοί αποχώρησαν από την τρωική παραλία στην Τένεδο, οι Τρώες πήγαν στο… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
ίππειος — α, ο (Α ἵππειος, εία, ον, στους τραγ. και ἵππιος για μετρ. λόγους) [ίππος] αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, ιππικός (α. «ίππειος ορός» ορός που λαμβάνεται από το αίμα τού ίππου β. «ίππειον κρέας» κρέας αλόγου γ. « ρῆξε… … Dictionary of Greek
ίππευση — η (ΑΜ ἴππευσις) [ιππεύω] η ανάβαση σε ίππο, ο τρόπος τού καθίσματος πάνω σε ίππο, η ιππασία … Dictionary of Greek
ιππαστί — (Α ἱππαστί) επίρρ. με τον τρόπο που κάθεται κάποιος στον ίππο, καβάλα, καβαλικευτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππασ τού ρ. ἱππάζομαι «οδηγώ τον ίππο» + επιρρ. κατάλ. τί. (πρβλ. α γελασ τί < θ. γελάσ τού γελώ, α δαμασ τί < θ. δαμασ τού δάμνῃμι… … Dictionary of Greek