Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἱππο-τροφία

См. также в других словарях:

  • -τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… …   Dictionary of Greek

  • κυοτροφία — κυοτροφία, ἡ (Α) η θρέψη τού εμβρύου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ + τροφία (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ιππο τροφία, κτηνο τροφία] …   Dictionary of Greek

  • κυπρινοτροφία — η κλάδος τής ιχθυολογίας που έχει ως αντικείμενο τη διατροφή τών κυπρίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυπρίνος + τροφία (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ιππο τροφία, κτηνο τροφία] …   Dictionary of Greek

  • μονοτροφία — μονοτροφία, ἡ (Α) η ιδιαίτερη ανατροφή, το να ανατρέφονται τα τέκνα μόνα, όχι σε ομάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τροφία (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ιππο τροφία] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»