-
1 ἱππο-ζώνη
-
2 ἱπποζώνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποζώνη
-
3 ἱπποζώνη
ἱππο-ζώνη, ἡ, die Stute, die einen Esel gesäugt hat
См. также в других словарях:
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek