-
1 ἱπποδρομία
ἱππο-δρομία, ἡ,A horse-race or chariot-race, Pi.P.4.67, I.3.13, X.Smp.1.2, Pl. Ion 537a, Arist.Ath.60.1, IG22.784 (iii B.C.), SIG730.30 (Olbia, i B.C.); ;ποιεῖν Th.3.104
; ἱ. παιδική, ἣν καλοῦσι Τροίαν,= Lat. ludus Troiae, Plu.Cat.Mi.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποδρομία
См. также в других словарях:
νεκροδρομία — νεκροδρομία, ἡ (Α) η πορεία τών νεκρών προς τον Άδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δρομία (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο δρομία, κυνο δρομία] … Dictionary of Greek
πλαγιοδρομία — η, Ν ναυτ. ένας από τους συνηθισμένους τρόπους ιστιοδρομίας, κατά την οποία το ιστιοφόρο πλοίο δέχεται τον άνεμο στην πλευρά του, λοξά ως προς τον διαμήκη άξονά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + δρομία (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο δρομία. Η λ … Dictionary of Greek
πρωτοδρομία — ἡ, Μ το πρώτο τρέξιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + δρομία (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο δρομία] … Dictionary of Greek
πτεροδρομία — ἡ, Α (ποιητ. τ.) πτήση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + δρομία (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο δρομία] … Dictionary of Greek
σκυλοδρομία — η, Ν αγώνας δρόμου σκύλων, κυνοδρομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + δρομία (< δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιππο δρομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
σκυταλοδρομία — η, Ν 1. ομαδικό αγώνισμα στίβου που διεξάγεται σε τέσσερεις συνήθως επιμέρους διαδρομές και κατά το οποίο κάθε επιμέρους διαδρομή διανύεται από διαφορετικό δρομέα καθεμιάς από τις συμμετέχουσες στο αγώνισμα ομάδες, ο οποίος παραδίδει τη σκυτάλη… … Dictionary of Greek