-
1 ἱππο-βουκόλος
ἱππο-βουκόλος, ὁ, Pferdehirt, Eur. Phoen. 28.
-
2 ἱπποβουκόλος
ἱππο-βουκόλος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποβουκόλος
-
3 ἱπποβουκόλος
ἱππο-βουκόλος, ὁ, Pferdehirt -
4 ιπποβουκολος
См. также в других словарях:
ιπποβουκόλος — ἱπποβουκόλος, ὁ (Α) ιπποβοσκός, βοσκός ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππο * + βουκόλος*] … Dictionary of Greek