-
1 ἱπποφαές
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποφαές
-
2 κνάφος
κνᾰφ-ος, ὁ,2 = ἱπποφαές, Gal.19.106.II carding-comb, also used as an instrument of torture,ἐπὶ κνάφου ἕλκειν τινά Hdt.1.92
( κναφηΐον codd.), cf. Hp.Mul. 2.114, Plu.2.858e ( γναφ-), Hsch. -
3 πελεκῖνος
πελεκῖνος, ὁ,II axeweed, Securigera Coronilla, Hp.Mul.2.181, Thphr. HP8.8.3.2 = ἡδύσαρον, Dsc.3.130, Gal. 11.883.3 = ἱπποφαές, Ps.-Dsc.4.159.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πελεκῖνος
-
4 ἐχίνιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐχίνιον
См. также в других словарях:
ιπποφαές — το (Α ἱπποφαές) νεοελλ. βοτ. γένος δικοτυλήδονων αγγειόσπερμων φυτών τής οικογένειας ελαιαγνίδες αρχ. 1. το φυτό ευφόρβιον το ακανθόθαμνον 2. το φυτό ιππόφαιστον 3. είδος φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φαές, ουδ. τού φαής < φάος, φῶς] … Dictionary of Greek
ιππόφαος — ἱππόφαος και ἱπποφανής, ὁ (Α) το φυτό ιπποφαές* … Dictionary of Greek
ιππόφεως — ἱππόφεως, εω, ὁ (Α) 1. το φυτό ιπποφαές 2. το παρασιτικό φυτό επίθυμον* … Dictionary of Greek
πελεκίνος — ο / πελεκῑνος, ΝΑ σιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα διπλού πελέκεως αρχ. 1. είδος τού πτηνού πελεκάνος («ὄρνισι... πορφυρίωνι καὶ πελεκᾱντι καὶ πελεκίνῳ», Αριστοφ.) 2. είδος φυτού τού οποίου τα σπέρματα μοιάζουν με πέλεκυ… … Dictionary of Greek