-
1 ιππουρεύς
-
2 ἱππουρεύς
-
3 ἱππουρεύς
A = ἵππουρος, Hices. ap. Ath.7.304c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππουρεύς
-
4 ἱππουρεύς
ἱππ-ουρεύς, ὁ, ein Meerfisch -
5 ιππουρείς
-
6 ἱππουρεῖς
-
7 ἵππ-ουρος
-
8 ιππουρέα
-
9 ἱππουρέα
См. также в других словарях:
ιππουρεύς — ἱππουρεύς, ὁ (Α) 1. είδος θαλάσσιου ψαριού 2. το έντομο ίππουρος … Dictionary of Greek
ἱππουρεύς — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππουρεῖς — ἱππουρεύς masc acc pl ἱππουρεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππουρέα — ἱππουρέᾱ , ἱππουρεύς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)