Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἱπποσέλινον

См. также в других словарях:

  • ιπποσέλινον — ἱπποσέλινον, τὸ (Α) είδος αγριοσέλινου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σέλινον. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό κρημνος, ιππο λάπαθον] …   Dictionary of Greek

  • ἱπποσέλινον — Alexanders neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποσελίνου — ἱπποσέλινον Alexanders neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποσελίνων — ἱπποσέλινον Alexanders neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποσελίνῳ — ἱπποσέλινον Alexanders neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποσέλινα — ἱπποσέλινον Alexanders neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

  • ιππολειχήν — ἱππολειχήν, ῆνος, ὁ (Α) βότανο θεραπευτικό τών λειχήνων τών ίππων, το ιπποσέλινον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + λειχήν] …   Dictionary of Greek

  • ՁԻԱԼԱԽՈՒՐ — ( ) NBH 2 0156 Chronological Sequence: Unknown date գ. ՁԻԱԼԱԽՈՒՐ կամ ՁԻԼԱԽՈՒՐ. ἰπποσέλινον hipposelinum, olusatrum. Լախուր ձիոյ, այսինքն վայրի քէրէվիզ կամ մաղտանոս ՝ խոշոր քան զընտանին. սեւ բանջար. (իբր ձի բանջար:) Գաղիան …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»