-
1 ιπποσελινον
См. также в других словарях:
ιπποσέλινον — ἱπποσέλινον, τὸ (Α) είδος αγριοσέλινου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + σέλινον. Το α συνθετικό ἱππο εδώ με επιτατική λειτουργία («υπερβολικά μεγάλο»), πρβλ. ιππό κρημνος, ιππο λάπαθον] … Dictionary of Greek
ἱπποσέλινον — Alexanders neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποσελίνου — ἱπποσέλινον Alexanders neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποσελίνων — ἱπποσέλινον Alexanders neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποσελίνῳ — ἱπποσέλινον Alexanders neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποσέλινα — ἱπποσέλινον Alexanders neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιππολειχήν — ἱππολειχήν, ῆνος, ὁ (Α) βότανο θεραπευτικό τών λειχήνων τών ίππων, το ιπποσέλινον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + λειχήν] … Dictionary of Greek
ՁԻԱԼԱԽՈՒՐ — ( ) NBH 2 0156 Chronological Sequence: Unknown date գ. ՁԻԱԼԱԽՈՒՐ կամ ՁԻԼԱԽՈՒՐ. ἰπποσέλινον hipposelinum, olusatrum. Լախուր ձիոյ, այսինքն վայրի քէրէվիզ կամ մաղտանոս ՝ խոշոր քան զընտանին. սեւ բանջար. (իբր ձի բանջար:) Գաղիան … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)