-
1 ιπποκόμος
-
2 ἱπποκόμος
-
3 ιππόκομος
-
4 ἱππόκομος
-
5 ιπποκομος
I.II.2украшенный султаном конских волос(κόρυς, τρυφάλεια Hom.; κόρυθες Soph.)
-
6 ιπποκόμος
ο1) конюх; 2) коновод -
7 ἱπποκόμος
A groom, esquire, who attended the ἱππεύς in war, Hdt.3.85,88, X.HG2.4.6: generally, groom, Pl.Plt. 261d, PSI4.371.13 (iii B.C.), Plb.13.8.3, etc.;ἱ. τῶν καμήλων Philostr.VA2.1
.II Adj. [full] ἱππό-κομος, ον, ([etym.] κόμη) decked with horsehair, epith. of a helmet (not in Od.),κόρυς Il.13.132
, cf. S.Ant. 116 (anap.);πήληξ Il.16.797
;τρυφάλεια 13.339
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποκόμος
-
8 ἱππόκομος
ἱππό - κομος ( κόμη): decked with horse-hair.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἱππόκομος
-
9 ἱπποκόμος
ἱππο-κόμος, Pferde pflegend, haltend, gew. subst., Pferdeknecht, der das Pferd des Ritters im Kriege besorgt -
10 ἱππόκομος
ἱππό-κομος ( κόμη), rosshaarig, mit Rosshaaren versehen -
11 ιπποκόμος
1) groom2) squireΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ιπποκόμος
-
12 hippocomus
hippŏcŏmus (hippŏcŏmŏs), i, m. écuyer, palefrenier. - [gr]gr. ἱππόκομος: garni d'une crinière de cheval.* * *hippŏcŏmus (hippŏcŏmŏs), i, m. écuyer, palefrenier. - [gr]gr. ἱππόκομος: garni d'une crinière de cheval.* * *Hippocomus, hippocomi, pen. cor. m. g. Courretier, ou Maquignon de chevaulx, Fardeur de chevaulx. -
13 ιπποκόμοις
-
14 ἱπποκόμοις
-
15 ιπποκόμου
-
16 ἱπποκόμου
-
17 ιπποκόμους
-
18 ἱπποκόμους
-
19 ιπποκόμω
-
20 ἱπποκόμῳ
См. также в других словарях:
ιππόκομος — ἱππόκομος, ον (Α) (για περικεφαλαία) η στολισμένη με κόμη ίππου, με τρίχες από ουρά αλόγου («ἱππόκομος κόρυς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κόμος (< κόμη «μαλλί»), πρβλ. αβρό κομος, χρυσό κομος] … Dictionary of Greek
ἱπποκόμος — groom masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππόκομος — groom masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποκόμος — ο (Α ἱπποκόμος) αυτός που περιποιείται ίππους, που φροντίζει για την καλή διατροφή και συντήρηση ίππων («βοηλάτην ἤ ἱπποκόμον», Πλάτ.) νεοελλ. στρατιώτης που ήταν επιφορτισμένος να εκτελεί τις υπηρεσιακές διαταγές ενός αξιωματικού, να τόν… … Dictionary of Greek
ιπποκόμος — ο 1. αυτός που περιποιείται ίππους. 2. στρατιώτης που υπηρετεί αξιωματικό, ορντινάντσα: Ήταν ιπποκόμος του στρατηγού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱπποκόμοις — ἱππόκομος groom masc/fem/neut dat pl ἱπποκόμος groom masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκόμου — ἱππόκομος groom masc/fem/neut gen sg ἱπποκόμος groom masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκόμους — ἱππόκομος groom masc/fem acc pl ἱπποκόμος groom masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκόμων — ἱππόκομος groom masc/fem/neut gen pl ἱπποκόμος groom masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκόμῳ — ἱππόκομος groom masc/fem/neut dat sg ἱπποκόμος groom masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππόκομον — ἱππόκομος groom masc/fem acc sg ἱππόκομος groom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)