Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἱπποκράτη

См. также в других словарях:

  • Ἱπποκράτη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) Ἱπποκράτης masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἱπποκράτης masc acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποκράτῃ — Ἱπποκράτη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποκράτη — ἱ̱πποκράτη , ἱπποκρατέω to be superior in horse imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἱπποκρατέω to be superior in horse pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἱπποκρατέω to be superior in horse imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποκρατῶν — Ἱπποκράτη fem gen pl Ἱπποκράτης masc gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποκράτην — Ἱπποκράτη fem acc sg (attic epic ionic) Ἱπποκράτης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποκράτης — Ἱπποκράτη fem gen sg (attic epic ionic) Ἱπποκράτης masc acc pl (attic epic doric) Ἱπποκράτης masc nom/voc pl (doric aeolic) Ἱπποκράτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηρόδικος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Η. ο Σηλυβριανός (5ος αι. π.Χ.). Γιατρός, παιδοτρίβης και διαιτολόγος. Καταγόταν από τη Σηλυβρία της Θράκης, παλιά μεγαρική αποικία. Σύγχρονος του Ιπποκράτη, άσκησε το ιατρικό του επάγγελμα στα Μέγαρα …   Dictionary of Greek

  • κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 176), ο Θ. έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία, περιοχή που μέχρι τότε έφερε διάφορες ονομασίες: Αιολία, Αιμονία, Ελλάς, Δρυοπίς και Γραικία. Ο Θ. καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου και ήταν… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»