-
1 Ιπποκορυστής
-
2 Ἱπποκορυστής
-
3 ιπποκορυστής
-
4 ἱπποκορυστής
-
5 ιπποκορυστης
(ἀνέρες, Παίονες Hom.; Ἀπόλλων Anth.)
-
6 ἱπποκορυστής
A marshaller, arranger of chariots,ἀνέρες ἱπποκορυσταί Il.2.1
, 24.677; epith. of the Paeonians, 16.287, 21.205.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποκορυστής
-
7 ἱπποκορυστής
ἱππο-κορυστής ( κορύσσω): chariotequipped, chariot-fighter, epith. of the Maeonians and Paeonians, and of individual heroes, Il. 2.1, Il. 24.677.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἱπποκορυστής
-
8 ἱπποκορυστής
ἱππο-κορυστής, ὁ, u. ἱππο-κόρυθος, ὁ, mit Kampfrossen gerüstet; ἀνέρες, reisige Krieger; so heißen bes. die Päonier; auch Apollo -
9 Ιπποκορυστάς
Ἱπποκορυστά̱ς, Ἱπποκορυστήςmasc acc plἹπποκορυστά̱ς, Ἱπποκορυστήςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
10 Ἱπποκορυστάς
Ἱπποκορυστά̱ς, Ἱπποκορυστήςmasc acc plἹπποκορυστά̱ς, Ἱπποκορυστήςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
11 ιπποκορυστάς
ἱπποκορυστά̱ς, ἱπποκορυστήςmarshaller: masc acc plἱπποκορυστά̱ς, ἱπποκορυστήςmarshaller: masc nom sg (epic doric aeolic) -
12 ἱπποκορυστάς
ἱπποκορυστά̱ς, ἱπποκορυστήςmarshaller: masc acc plἱπποκορυστά̱ς, ἱπποκορυστήςmarshaller: masc nom sg (epic doric aeolic) -
13 κορυστής
κορυστής, ὁ, der Gehelmte, Gewappnete, der Kämpfer; ἀνήρ Il. 16, 603, öfter. – Vgl. noch ἱπποκορυστής u. χαλκοκορυστής.
-
14 Ιπποκορυστή
-
15 Ἱπποκορυστῇ
-
16 Ιπποκορυσταί
-
17 Ἱπποκορυσταί
-
18 Ιπποκορυστών
-
19 Ἱπποκορυστῶν
-
20 Ιπποκορυστήν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ιπποκορυστής — ἱπποκορυστής, ὁ (Α) 1. αυτός που φοράει περικεφαλαία με χαίτη αλόγου 2. πολεμιστής που μάχεται έφιππος ή πάνω σε άρμα («ἀνέρες ἱπποκορυσταί», Ομ. Ιλ.) 3. επίθ. τών Παιόνων («Παίονας ἱπποκορυστάς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κορυσ τής… … Dictionary of Greek
Ἱπποκορυστής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκορυστής — marshaller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποκορυσταί — Ἱπποκορυστής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκορυσταί — ἱπποκορυστής marshaller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποκορυστῇ — Ἱπποκορυστής masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκορυστῇ — ἱπποκορυστής marshaller masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποκορυστήν — Ἱπποκορυστής masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκορυστήν — ἱπποκορυστής marshaller masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱπποκορυστῶν — Ἱπποκορυστής masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκορυστῶν — ἱπποκορυστής marshaller masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)