Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἱπποκορυστής

См. также в других словарях:

  • ιπποκορυστής — ἱπποκορυστής, ὁ (Α) 1. αυτός που φοράει περικεφαλαία με χαίτη αλόγου 2. πολεμιστής που μάχεται έφιππος ή πάνω σε άρμα («ἀνέρες ἱπποκορυσταί», Ομ. Ιλ.) 3. επίθ. τών Παιόνων («Παίονας ἱπποκορυστάς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κορυσ τής… …   Dictionary of Greek

  • Ἱπποκορυστής — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποκορυστής — marshaller masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποκορυσταί — Ἱπποκορυστής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποκορυσταί — ἱπποκορυστής marshaller masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποκορυστῇ — Ἱπποκορυστής masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποκορυστῇ — ἱπποκορυστής marshaller masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποκορυστήν — Ἱπποκορυστής masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποκορυστήν — ἱπποκορυστής marshaller masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἱπποκορυστῶν — Ἱπποκορυστής masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποκορυστῶν — ἱπποκορυστής marshaller masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»