-
1 Ιπποκορυσταί
-
2 Ἱπποκορυσταί
-
3 ιπποκορυσταί
-
4 ἱπποκορυσταί
-
5 ἱπποκορυστής
A marshaller, arranger of chariots,ἀνέρες ἱπποκορυσταί Il.2.1
, 24.677; epith. of the Paeonians, 16.287, 21.205.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱπποκορυστής
См. также в других словарях:
Ἱπποκορυσταί — Ἱπποκορυστής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκορυσταί — ἱπποκορυστής marshaller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπποκορυστής — ἱπποκορυστής, ὁ (Α) 1. αυτός που φοράει περικεφαλαία με χαίτη αλόγου 2. πολεμιστής που μάχεται έφιππος ή πάνω σε άρμα («ἀνέρες ἱπποκορυσταί», Ομ. Ιλ.) 3. επίθ. τών Παιόνων («Παίονας ἱπποκορυστάς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κορυσ τής… … Dictionary of Greek