Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἱππημολγός

См. также в других словарях:

  • ιππημολγός — ἱππημολγός, ὁ (Α) (για σκυθική ή ταταρική φυλή) αυτός που αρμέγει φοράδες, επομ. που χρησιμοποιεί το γάλα φοράδας για τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + ημολγός (< ἀμέλγω «αρμέγω»), πρβλ. βου μολγός, Κυν αμολγός. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

  • ιππημολγία — ἱππημολγία, η (Α) [ιππημολγός] το άρμεγμα φοράδας …   Dictionary of Greek

  • ՁԻԱԿԻԹ — (կթի, կթաց.) NBH 2 0156 Chronological Sequence: 6c ա.գ. ἰππημολγός eguimulgus. Որ կթէ զկաթն ձիոյ. է եւ անուն ազգի. ձի կթօղ. ... *Միսացւոց, ձիակթաց՝ կաթնակերաց. Փիլ. տեսական …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • mē̆ lĝ - (or melǝĝ -?) (*melǝĝ h-) —     mē̆ lĝ (or melǝĝ ?) (*melǝĝ h )     English meaning: to pluck; to milk     Deutsche Übersetzung: “abstreifen, wischen”, europ. “melken”     Grammatical information: present mēlĝ mi, pl. melĝ més, participle perf. pass. ml̥ĝ tó… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»