-
1 ιππηδόν
-
2 ἱππηδόν
-
3 ἱππηδόν
-
4 ιππηδον
adv.1) словно лошади(ἄγεσθαι Aesch.)
2) словно на коне, подобно наезднику, верхом(ἐπὴ τοῦ κανθάρου Arph.)
-
5 ἱππηδόν
-
6 ἱππηδόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππηδόν
-
7 ἱππιστί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππιστί
См. также в других словарях:
ιππηδόν — ἱππηδόν (Α) [ίππος] επίρρ. 1. σαν άλογο («ἱππηδὸν πλοκάμων», Αισχύλ.) 2. σαν ιππέας, σαν καβαλάρης, ιππαστί*, καβάλα, καβαλικευτά … Dictionary of Greek
ἱππηδόν — like a horse indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
ιππιστί — ἱππιστί (Α) [ίππος] επίρρ. πάπ. ιππαστί,* ιππηδόν*, καβάλα, καβαλικευτά, σαν ιππέας … Dictionary of Greek