-
1 ιππασία
ἱππασίᾱ, ἱππασίαriding: fem nom /voc /acc dualἱππασίᾱ, ἱππασίαriding: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἱππασίαι, ἱππασίαriding: fem nom /voc plἱππασίᾱͅ, ἱππασίαriding: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ιππασια
ἥ1) верховая езда(οἴκαδ΄ ἐξ ἱππασίας βαδίζειν Arph.; σῶμα ἔποχον ταῖς ἱππασίαις Plut.)
τὰς ἱππασίας ποιεῖσθαι Xen. — ездить верхом2) управление лошадьми или колесницей Luc. -
3 ἱππασία
ἱππασία, ἡ, daz Reiten, bes. Uebung im Reiten, Reitermanöver; Ar. Ach. 1165; Xen. de re equ. 3, 4 u. öfter; τὰς ἱππασίας μακρὰς ποιεῖσϑαι, lange reiten, 9, 8; Sp.; das Fahren, Luc. D. D. 12, 1; die Reiterei, Arr. An. 4, 4, 12.
-
4 ιππάσια
-
5 ἱππάσια
-
6 ἱππασία
ἱππασία, ἡ, das Reiten, bes. Übung im Reiten, Reitermanöver; das Fahren; die Reiterei -
7 ἱππασία
Βλ. λ. ιππασία -
8 ἱππασίᾳ
Βλ. λ. ιππασία -
9 ιππασία
-
10 ἱππασία
-ας ἡ N 1 0-0-2-0-1=3 Jer 8,16; Hab 3,8; Od 4,8 -
11 ιππασία
[иппасиа] ουσ θ верховая езда. -
12 ἱππασία
ἱππ-ᾰσία, ἡ,A riding, horse-exercise, Ar.Ach. 1165 (lyr.); ἱ. ποιεῖσθαι,= ἱππάζεσθαι, to take a ride, X.Eq.8.9, cf. An.2.5.33;ἱ. ἱππάσασθαι Id.Oec.11.17
; horsemanship, Id.An.2.5.33; as a subject of competition, IG7.3087 (Lebad.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππασία
-
13 ιππασία
ridingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ιππασία
-
14 προ-ϊππασία
προ-ϊππασία, ἡ, das Voranreiten, Polyaen. 2, 3, 15, l. d.
-
15 ἀνθ-ιππασία
ἀνθ-ιππασία, ἡ, das Gegeneinanderreiten, ein eigenes Reitermanöver bei Musterungen, Xen. Hipparch. 1, 20. 3, 11. ·
-
16 ιππασίας
ἱππασίᾱς, ἱππασίαriding: fem acc plἱππασίᾱς, ἱππασίαriding: fem gen sg (attic doric aeolic) -
17 ἱππασίας
ἱππασίᾱς, ἱππασίαriding: fem acc plἱππασίᾱς, ἱππασίαriding: fem gen sg (attic doric aeolic) -
18 ιππασίαι
-
19 ἱππασίαι
-
20 ιππασίαν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἱππασία — ἱππασίᾱ , ἱππασία riding fem nom/voc/acc dual ἱππασίᾱ , ἱππασία riding fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίᾳ — ἱππασίαι , ἱππασία riding fem nom/voc pl ἱππασίᾱͅ , ἱππασία riding fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππασία — Η τέχνη της ίππευσης. Βλ. λ. ιππική. * * * η (Α ἱππασία) [ιππάζομαι] 1. η ιππευτική τέχνη, το να ιππεύει κανείς 2. έφιππη πορεία (α. «πήγαμε πέντε ώρες ιππασία» β. «ἱππασίαν ποιεῑσθαι», Ξεν.) νεοελλ. μια θέση τού σώματος στην ενόργανη γυμναστική… … Dictionary of Greek
ιππασία — η 1. έφιππη πορεία, το να τρέχει κάποιος πάνω σ άλογο: Αγώνες ιππασίας. 2. τέχνη να ιππεύει κάποιος: Μαθαίνει ιππασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἱππάσια — ἱππάσιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίας — ἱππασίᾱς , ἱππασία riding fem acc pl ἱππασίᾱς , ἱππασία riding fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίαι — ἱππασία riding fem nom/voc pl ἱππασίᾱͅ , ἱππασία riding fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίαν — ἱππασίᾱν , ἱππασία riding fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασιῶν — ἱππασία riding fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίαις — ἱππασία riding fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππασίην — ἱππασία riding fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)