Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἱππασία

См. также в других словарях:

  • ἱππασία — ἱππασίᾱ , ἱππασία riding fem nom/voc/acc dual ἱππασίᾱ , ἱππασία riding fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίᾳ — ἱππασίαι , ἱππασία riding fem nom/voc pl ἱππασίᾱͅ , ἱππασία riding fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππασία — Η τέχνη της ίππευσης. Βλ. λ. ιππική. * * * η (Α ἱππασία) [ιππάζομαι] 1. η ιππευτική τέχνη, το να ιππεύει κανείς 2. έφιππη πορεία (α. «πήγαμε πέντε ώρες ιππασία» β. «ἱππασίαν ποιεῑσθαι», Ξεν.) νεοελλ. μια θέση τού σώματος στην ενόργανη γυμναστική… …   Dictionary of Greek

  • ιππασία — η 1. έφιππη πορεία, το να τρέχει κάποιος πάνω σ άλογο: Αγώνες ιππασίας. 2. τέχνη να ιππεύει κάποιος: Μαθαίνει ιππασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱππάσια — ἱππάσιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίας — ἱππασίᾱς , ἱππασία riding fem acc pl ἱππασίᾱς , ἱππασία riding fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίαι — ἱππασία riding fem nom/voc pl ἱππασίᾱͅ , ἱππασία riding fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίαν — ἱππασίᾱν , ἱππασία riding fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασιῶν — ἱππασία riding fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίαις — ἱππασία riding fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππασίην — ἱππασία riding fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»