-
1 ιππαστικόν
-
2 ἱππαστικόν
См. также в других словарях:
ἱππαστικόν — ἱππαστικός fond of riding masc acc sg ἱππαστικός fond of riding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ιππαστικόν
2 ἱππαστικόν
ἱππαστικόν — ἱππαστικός fond of riding masc acc sg ἱππαστικός fond of riding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)