-
1 ιππαρίοις
-
2 ἱππαρίοις
См. также в других словарях:
ἱππαρίοις — ἱππάριον pony neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππάριο(ν) — το (ΑΜ ἱππάριον) (υποκορ. τού ίππος) μικρής ηλικίας ή μικρόσωμο άλογο νεοελλ. φρ. 1. «ιππάριον τού Πικερμίου» γένος περιττοδάκτυλων οπληφόρων θηλαστικών τής οικογένειας ιππίδες, που σήμερα έχει εκλείψει βρέθηκαν απολιθωμένα στα γεωλογικά στρώματα … Dictionary of Greek