-
1 ιππαρχία
ἱππαρχίᾱ, ἱππαρχίαoffice of: fem nom /voc /acc dualἱππαρχίᾱ, ἱππαρχίαoffice of: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἱππαρχίαι, ἱππαρχίαoffice of: fem nom /voc plἱππαρχίᾱͅ, ἱππαρχίαoffice of: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Ιππαρχία
Ἱππαρχίᾱ, Ἱππαρχίαfem nom /voc /acc dual——————Ἱππαρχίᾱͅ, Ἱππαρχίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
3 ιππαρχια
ἥ1) звание или должность гиппарха Xen. -
4 ἱππαρχία
Βλ. λ. ιππαρχία -
5 ἱππαρχίᾳ
Βλ. λ. ιππαρχία -
6 Ἱππαρχία
Βλ. λ. Ιππαρχία -
7 Ἱππαρχίᾳ
Βλ. λ. Ιππαρχία -
8 ἱππαρχία
ἱππαρχ-ία, ἡ,II a squadron of horse such as he commands, Plb.10.23.4, D.S.17.57, Str.17.1.12, Plu.Eum.7, Arr.An. 1.24.3; consisting of 512 men, Ascl.Tact.7.11, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱππαρχία
-
9 ἱππαρχία
-
10 Ιππαρχίας
-
11 Ἱππαρχίας
-
12 ιππαρχίας
ἱππαρχίᾱς, ἱππαρχίαoffice of: fem acc plἱππαρχίᾱς, ἱππαρχίαoffice of: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 ἱππαρχίας
ἱππαρχίᾱς, ἱππαρχίαoffice of: fem acc plἱππαρχίᾱς, ἱππαρχίαoffice of: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 ιππαρχίαι
ἱππαρχίαoffice of: fem nom /voc plἱππαρχίᾱͅ, ἱππαρχίαoffice of: fem dat sg (attic doric aeolic) -
15 ἱππαρχίαι
ἱππαρχίαoffice of: fem nom /voc plἱππαρχίᾱͅ, ἱππαρχίαoffice of: fem dat sg (attic doric aeolic) -
16 Ιππαρχίαι
-
17 Ἱππαρχίαι
-
18 ιππαρχίαν
-
19 ἱππαρχίαν
-
20 Ιππαρχιών
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἱππαρχία — ἱππαρχίᾱ , ἱππαρχία office of fem nom/voc/acc dual ἱππαρχίᾱ , ἱππαρχία office of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππαρχία — Ἱππαρχίᾱ , Ἱππαρχία fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππαρχίᾳ — Ἱππαρχίᾱͅ , Ἱππαρχία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππαρχίᾳ — ἱππαρχίαι , ἱππαρχία office of fem nom/voc pl ἱππαρχίᾱͅ , ἱππαρχία office of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππαρχία — (5ος 4ος αι. π.Χ.). Σύζυγος του κυνικού φιλοσόφου Κράτη του Θηβαίου. Τον αγάπησε παρά την ασχήμια του και τον παντρεύτηκε παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς του. Καταγόταν από τη Μαρώνεια της Θράκης, ήταν κόρη πλούσιων γονέων και αδελφή του… … Dictionary of Greek
Ἱππαρχίας — Ἱππαρχίᾱς , Ἱππαρχία fem acc pl Ἱππαρχίᾱς , Ἱππαρχία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππαρχίας — ἱππαρχίᾱς , ἱππαρχία office of fem acc pl ἱππαρχίᾱς , ἱππαρχία office of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππαρχίαι — ἱππαρχία office of fem nom/voc pl ἱππαρχίᾱͅ , ἱππαρχία office of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππαρχίαι — Ἱππαρχίᾱͅ , Ἱππαρχία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππαρχίαν — ἱππαρχίᾱν , ἱππαρχία office of fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱππαρχιῶν — Ἱππαρχία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)