-
1 ιππαγωγόν
ἱππαγωγόςcarrying horses: masc /fem acc sgἱππαγωγόςcarrying horses: neut nom /voc /acc sg -
2 ἱππαγωγόν
ἱππαγωγόςcarrying horses: masc /fem acc sgἱππαγωγόςcarrying horses: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ἱππαγωγόν — ἱππαγωγός carrying horses masc/fem acc sg ἱππαγωγός carrying horses neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek