-
1 ἱματιοθήκη
A wardrobe, IG22.1672.229, 309, Hsch. s.v. κανδυτάναι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱματιοθήκη
См. также в других словарях:
κοντυλοθήκη — και κονδυλοθήκη, η (Μ κονδυλοθήκη) θήκη για κοντύλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + θήκη (< θήκη), πρβλ. δελτιο θήκη, ιματιο θήκη] … Dictionary of Greek
πιστολιοθήκη — και πιστολοθήκη, η, Ν θήκη πιστολιού, συνήθως δερμάτινη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιστόλι + θήκη (< τίθημι), πρβλ. ιματιο θήκη] … Dictionary of Greek
πυξιδοθήκη — η, Ν κυλινδρικό κιβώτιο όπου τοποθετείται η μαγνητική πυξίδα τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυξίδα + θήκη (πρβλ. ίματιο θήκη). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ὀνοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek