-
1 βελος
- εος τό1) метательный снаряд (копье, дротик, стрела, каменная глыба и т.п.)ἐκ (ὑπὲκ) βελέων Hom., ἔξω βελῶν Xen., ἐκτος βέλους Luc. — вне досягаемости метательных снарядов;
ἐντὸς βέλους Diod. — в пределах досягаемости снарядов;μαλθακὸν ὀμμάτων β. Aesch. — нежный взгляд;β. Εἰλειθυίη Hom., Theocr. — родовые муки;δύσομβρα βέλη Soph. — грозовые ливни;θυμοῦ βέλη Soph. — угрызения совести;β. φίλοικτον Aesch. — жалобный взгляд;ἱμέρου βέλει τεθάλφθαι Aesch. — возгореться страстью2) молния(Διὸς βέλεα Pind.; πυρπνόον Aesch.)
3) меч Soph., Eur., Arph.4) жало(σκορπίου Aesch.)
-
2 θαλπω
1) нагревать, разогревать(στέατος τροχόν Hom.; τόξον Hom.)
κασσίτερος θαλφθείς Hes. — нагретое олово;ἔτι ἁλίῳ θάλπεσθαι Pind. — греться еще на солнце, т.е. быть еще в живых2) греть, жечь, обжигатьχρόνον τοσοῦτον ἔς τε καῦμα ἔθαλπε Soph. — все время, пока не стал жечь зной;
ἥ ἁφέ ἀπὸ πυρὸς θαλπομένη Sext. — ощущение ожога от огня;θάλπεσθαι τοῦ θέρους Xen. — страдать от летней жары3) сушить(ἁλίῳ πέπλους Eur.; ῥάκη θάλπεται Soph.)
4) перен. воспламенять, разжигать(κέαρ τινὸς ἔρωτι θ. Aesch.)
ἱμέρου βέλει πρός τινος θάλπεσθαι Aesch. — возгораться страстью к кому-л.;ἐς τί βλέψασα θάλπει τῷδε πυρί ; Soph. — из-за чего ты вне себя от радости? (досл. на что глядя горишь ты этим огнем?)5) греть, лелеять(ἄλλον φίλον Theocr.; ἐκτρέφειν καὴ θ. τέν ἑαυτοῦ σάρκα NT.)
6) (sc. ἑαυτόν) гретьсяτρεῖς ποίας θάλψαι ὑπ΄ ἠελίῳ Anth. — прожить три лета
7) пламенеть, быть страстным(αἱ ψυχραὴ φύσεις θάλπουσιν Arst.)
8) (ср. русск. «нагреть») обманывать, надувать -
3 νικαω
1) побеждать(πυγμῇ, τινα μάχῃ Hom.; μάχῃ Eur.; ναυμαχίῃ Her.; κόσμον NT.)
ὅ νικήσας Hom. — победитель;ὅ νικηθείς Hom. — побежденный;2) выигрывать(μάχην, παγκράτιον Thuc.; νίκην Plat.; δίκην Eur.; πολλοὺς ἀγῶνας Plut.)
3) одерживать верх, получать перевес(ἔγχει, κάλλει Hom.)
πᾶσαν ἀρετέν νενικηκέναι Plat. — превзойти во всех добродетелях;ἥ νικῶσα βουλή Eur. — возобладавшее мнение;ἐκ τῆς νικώσης (sc. γνώμης) Xen. — согласно получившему перевес мнению;ν. γνώμῃ или γνώμην Her. — добиться перевеса своего мнения;ν. τοὺς φίλους εὖ ποιοῦντα Xen. — превзойти друзей в добрых делах4) перен. побеждать, подавлять(ἱμέρου νικώμενος Aesch.)
νικᾶσθαι ἡδονῇ Soph. — поддаться чувству радости;λόγοις φίλων νικᾶσθαι Soph. — уступить уговорам друзей;ἥ βία σε μηδαμῶς νικησάτω τοσόνδε μισεῖν Soph. — не позволяй чувству ненависти увлечь тебя до такой степени;μέ φόβος σε νικάτω φρένας Eur. — не поддавайся страху;νικᾶσθαι ξυμφορᾷ Eur. — быть сломленным несчастьем;ὑπὸ τῶν μεγίστων νικηθέντες Thuc. — под давлением мотивов первостепенной важности
См. также в других словарях:
Ἱμέρου — Ἵμερος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμέρου — ἱ̱μέρου , ἵμερος longing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
πειθώ — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Μαρωνείας, δήμος — Νέος δήμος του νομού Ροδόπης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αμαράντων, Ιμέρου, Μαρωνείας, Μιράνων, Ξυλαγανής, Πελαγίας και Προσκυνητών, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός… … Dictionary of Greek