-
1 ιμάσθλας
-
2 ἱμάσθλας
См. также в других словарях:
ἱμάσθλας — ἱμάσθλᾱς , ἱμάσθλη thong fem acc pl ἱμάσθλᾱς , ἱμάσθλη thong fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ιμάσθλας
2 ἱμάσθλας
ἱμάσθλας — ἱμάσθλᾱς , ἱμάσθλη thong fem acc pl ἱμάσθλᾱς , ἱμάσθλη thong fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)