-
1 ιμερόεντα
ἱ̱μερόεντα, ἱμερόειςexciting desire: neut nom /voc /acc plἱ̱μερόεντα, ἱμερόειςexciting desire: masc acc sg -
2 ἱμερόεντα
ἱ̱μερόεντα, ἱμερόειςexciting desire: neut nom /voc /acc plἱ̱μερόεντα, ἱμερόειςexciting desire: masc acc sg -
3 ἱμερόεις
A exciting desire, lovely, charming, in Hom. always of things,ἱμερόεντα.. ἔργα γάμοιο Il.5.429
, etc.;χροὸς ἱμερόεντος 14.170
; ἀοιδή, ἔπεα, Od.1.421, 17.519; γόος (cf. ἵμερος) 10.398;Χαρίτων χορὸν ἱμερόεντα 18.194
, cf. Il.18.603; ἱμερόεν κιθάριζε ib. 570; so laterκισσός D.P.947
;ἔρωτες AP5.277
(Agath.); of persons, Pi.Fr.87 ([comp] Sup.), Thgn.1365 ([comp] Sup.), Theoc.7.118;νύμφη Coluth.295
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱμερόεις
-
4 κῶμος
κῶμος, ὁ,A revel, carousal, merry-making,εἰς δαῖτα θάλειαν καὶ χορὸν ἱμερόεντα καὶ ἐς φιλοκυδέα κ. h.Merc. 481
, cf. Thgn.829, 940;πίνειν καὶ κώμῳ χρᾶσθαι Hdt.1.21
, cf. E.Alc. 804, etc.;κῶμοι καὶ εὐφροσύναι B.10.12
;δεῖπνα καὶ σὺν αὐλητρίσι κῶμοι Pl.Tht. 173d
;ἑορταὶ καὶ κ. Id.R. 573d
; ἐν κώμῳ εἶναι, of a city, X.Cyr.7.5.25;ἔρχεσθαί τισιν ἐπὶ κῶμον Id.Smp.2.1
;ἐπὶ κῶμον βαδίζειν Ar.Pl. 1040
; esp. in honour of gods, τοῖς ἐν ἄστει Διονυσίοις ἡ πομπὴ.. καὶ ὁ κ. Lexap.D. 21.10, cf. IG2.971, etc.; κώμῳ θυραμάχοις τε πυγμαχίαισι Pratin.Lyr. 1.8;χοροῖς ἢ κώμοις Ὑακίνθου E.Hel. 1469
(lyr.).2 concrete, band of revellers,κ. εὐίου θεοῦ Id.Ba. 1167
(lyr.); esp. of the procession which celebrated a victor in games, Pi.P.5.22, etc.: generally, rout, band,κ. Ἐρινύων A.Ag. 1189
; of an army,κ. ἀναυλότατος E.Ph. 791
(lyr.);κ. ἀσπιδηφόρος Id.Supp. 390
; band of hunters, Id.Hipp.55; of maidens, Id.Tr. 1184; of doves, Id. Ion 1197.II the ode sung at one of these festive processions, Pi.P.8.20, 70, O.4.10, B.8.103;μελιγαρύων τέκτονες κώμων Pi.N.3.5
, cf. Ar.Th. 104, 988 (both lyr.). -
5 ἔπος
ἔπος (root ϝεπ., cf. vox), pl. ἔπεα: word, words, rather with reference to the feeling and ethical intent of the speaker than to form or subject-matter (ῥῆμα, μῦθος); κακόν, ἐσθλόν, μείλιχον, ἅλιον, ὑπερφίαλον ἔπος, Il. 24.767, Il. 1.108, Od. 15.374, Σ 32, Od. 4.503; pl., ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν, Il. 1.77; δώροισίν τ' ἀγανοῖσιν ἔπεσσί τε μειλιχίοισιν, Il. 9.113; so of the bard, ἔπἐ ἷμερόεντα, ρ , Od. 8.91; phrases, ποῖόν σε ϝέπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων, ἔπος τ' ἔφατ ἔκ τ ὀνόμαζεν, εὐχόμενος ἔπος ηὔδᾶ, ἔπεα πτερόεντα προσηύδᾶ. ἔπος, ἔπεα are best literally translated; if paraphrased, ‘command,’ ‘threat,’ are admissible, not ‘tale,’ ‘message,’ or the like.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἔπος
См. также в других словарях:
ἱμερόεντα — ἱ̱μερόεντα , ἱμερόεις exciting desire neut nom/voc/acc pl ἱ̱μερόεντα , ἱμερόεις exciting desire masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CIOS — emporium Phrygiae, a Cio, Herculis comite. Item fluv. eiusdem nominis, de quo Diopys. v. 806. Ηταχί πεῤ ἱμερόεντα Κίος προΐησι ῥέεθρα. Plin. l. 5. c. 32. Cios cum oppido eiusdem nomunis, Phrygiae emporium, a Milesis quondam ronditum. Item… … Hofmann J. Lexicon universale
ιμερόεις — ἱμερόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που διεγείρει πόθο, επιθυμία, ο θελκτικός (α. «ἱμερόεντα ἔργα γάμοιο», Ομ. Ιλ. β. «χροὸς ἱμερόεντος», Ομ. Ιλ. γ. «ἱμερόεσσαν ἀοιδήν», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «ἱμερόεις γόος» η ανάγκη να ξεσπάσει κάποιος σε κλάμα και θρήνο… … Dictionary of Greek
μετέρχομαι — (I) (ΑΜ μετέρχομαι, Α αιολ. και δωρ. τ. πεδέρχομαι) νεοελλ. (σχετικά με μέσα) χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι («μετέρχεται κάθε μέσο θεμιτό ή αθέμιτο προκειμένου να επιβάλει τις απόψεις του») νεοελλ. μσν. (για τέχνη ή επάγγελμα) ασκώ («μετέρχεται το… … Dictionary of Greek