-
1 ιματιουργικη
См. также в других словарях:
ἱματιουργική — ἱματιουργικός skilled in making clothes fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιματιουργικός — ἱματιουργικός, ή, όν (Α) [ιματιουργός] 1. αυτός που αναφέρεται στην κατασκευή τών ιματίων 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱματιουργική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού ιματιουργού … Dictionary of Greek