Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἱματιουργική

См. также в других словарях:

  • ἱματιουργική — ἱματιουργικός skilled in making clothes fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιματιουργικός — ἱματιουργικός, ή, όν (Α) [ιματιουργός] 1. αυτός που αναφέρεται στην κατασκευή τών ιματίων 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἱματιουργική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού ιματιουργού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»