-
1 ιμαντώσεσι
-
2 ἱμαντώσεσι
См. также в других словарях:
ἱμαντώσεσι — ἱμάντωσις binding with thongs fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ιμαντώσεσι
2 ἱμαντώσεσι
ἱμαντώσεσι — ἱμάντωσις binding with thongs fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)