-
1 ἱμαντό-πους
ἱμαντό-πους, οδος, ὁ, Riemenbein, ein langbeiniger Sumpfvogel, Opp. I x. 2, 9; vgl. loripes bei Plin. H. N. 5, 8.
-
2 ἱμαντόπους
1 name of a tribe of Ethiopians, Plin.HN5.46, Apollod. ap. Tz.H.7.767.2 kind of water-bird, Dionys.Av.2.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱμαντόπους
-
3 ἱμαντόπους
ἱμαντό-πους, οδος, ὁ, Riemenbein, ein langbeiniger Sumpfvogel -
4 ιμαντοπους
См. также в других словарях:
συριγγόποδες — οἱ, Α (ενν. στίχοι) πιθ. στίχοι που ελαττώνονται βαθμιαία ως προς το μήκος όπως οι αυλοί τής σύριγγας, τού αυλού τού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἰμαντό πους] … Dictionary of Greek