-
1 ιμαντωθείς
-
2 ἱμαντωθείς
-
3 δέω
1 bind, fasten οἷον Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις δέδεται (sc. Τυφώς) κορυφαῖς καὶ πέδῳ i. e. under Etna P. 1.27βοέους δήσαις ἀνάγκᾳ ἔντεσιν αὐχένας P. 4.234
χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς (Tricl.: ἱμαντωθείς codd.) N. 6.35 οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται fr. 161. met., ἀλλὰκέρδει καὶ σοφία δέδεται P. 3.54
τίς δὲ κίνδυνος κρατεροῖς ἀδάμαντος δῆσεν ἅλοις; P. 4.71δέδεται γὰρ ἀναιδεῖ ἐλπίδι γυῖα N. 11.45
νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229. dub. ] δεῖ δεσμὸς[ (at fort. ἀεὶ legendum) Παρθ. 1. 3. -
4 ἱμάς
1 cestus χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς (Tric.: ἱμαντωθεὶς codd.) N. 6.35
См. также в других словарях:
ἱμαντωθείς — ἱμαντόω furnish with straps aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)