-
1 βέλος
βέλος ( βαλεῖν, Umlaut ε für ᾰ), τό, Wurfgeschoß, πᾶν τὸ βαλλόμενον; Hom. Iliad 11. 657 ὅσσοι δὴ βέλεσιν βεβλήαται; 11, 380 βέβληαι, οὐδ' ἅλιον βέλος ἔκφυγεν; 12, 458 ἐρεισάμενος βάλε μέσσας, εὖ διαβάς, ἵνα μή οἱ ἀφαυρότερον βέλος εἴη; Odyss. 16, 277 ἤν περ καὶ διὰ δῶμα ποδῶν ἕλκωσι ϑύραζε ἢ βέλεσιν βάλλωσι; Odyss. 20, 305 οὐκ ἔβαλες τὸν ξεῖνον· ἀλεύατο γὰρ βέλος αὐτός; 9, 495 πόντονδε βαλὼν βέλος; öfters Pfeile, geschleuderte Lanzen, Wurfspieße; Odyss. 17, 464 ist βέλος ein geschleuderter Schemel, 20, 305 ein geschleuderter Ochsenfuß, 9, 495 ein geschleuderter Felsblock, Iliad. 12, 458 ein geschleuderter Stein, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι πᾶν τὸ βαλλόμενον βέλος λέγει, καὶ νῦν τὸν λίϑον; Apollon. Lex. Homer. p. 51, 8 βέλος πᾶν τὸ βαλλόμενον, κἂν λίϑος εἴη· »ὡς καὶ νῦν πόντοιο δὲ βαλὼν βέλοςἤγαγε νῆα (Od. 9, 495)«. Homerisch Xen. An. 5, 2, 14 καὶ τὰ βέλη ὁμοῦ ἐφέρετο, λόγχαι, τοξεύματα, σφενδόναι καὶ πλεῖστοι δ' ἐκ τῶν χειρῶν λίϑοι· ἦσαν δὲ οἳ καὶ πῦρ προςέφερον. Ὑπὸ δὲ τοῦ πλήϑους τῶν βελῶν ἔλιπον οἱ πολέμιοι τά τε σταυρώματα καὶ τὰς τύρσεις. Bei Sp. auch alle von Wurfmaschinen geschleuderten Geschosse. Hom. Iliad. 4, 465 ἕλκε δ' ὑπὲκ βελέων, aus dem Bereich der Geschosse; 11, 163 Έκτορα δ' ἐκ βελέων ὕπαγε Ζεὺς ἔκ τε κονίης ἔκ τ' ἀνδροκτασίης ἔκ ϑ' αἵματος ἔκ τε κυδοιμοῠ; ἔξω βελῶν Xen. Cyr. 3, 3, 69; ἐκτὸς βέλους Luc. Qu. Hist. 4; ἐντὸς βέλους Pol. 8, 7. – Unhomerisch, katachrestisch = das Schwert, Soph. Ai. 658; ὀξύϑηκτον Eur. El. 1159; Ar. Ach. 345. – Διὸς βέλεα, die Blitze, Pind. N. 10, 8; πυρπάλαμον β. Ol. 11, 84; öfter; Ζηνὸς ἄγρυπνον Aesch. Prom. 358; πυρπνόον 919; κεραυνοῦ 435; Soph., z. B. Tr. 1087; Eur.; Ar. Av. 1712; vom Sturm Aesch. Prom. 371; βέλος ἐνέσκηψε ϑεός Her. 4, 79. – Uebertragen, von Geburtswehen, Hom. Iliad. 11, 269 ὡς δ' ὅτ' ἂν ὠδίνουσαν ἔχῃ βέλος ὀξὺ γυναῖκα, δριμύ, τό τε προϊεῖσι μογοστόκοι εἰλεί ϑυιαι; Theocrit. 27, 27 ὠδίνειν τρομέω· χαλεπὸν βέλος Εἰλειϑυίας; vgl. Opp. H. 1, 591. Vom Tode, Zenodots Lesart Iliad. 11, 451 φϑῆ σε βέλος ϑανάτοιο κιχήμενον, οὐδ' ὑπάλυξας, Aristarch τέλος ϑανάτοιο; vgl. 11, 439 γνῶ δ' Ὀδυσεὺς ὅ οἱ οὔ τι τέλος κατακαίριον ἦλϑεν, wo Zenodot ebenfalls βέλος las, s. Scholl. Aristonic. und Didym. zu beiden Stellen. Ferner übertragen von allem, was einen plötzlichen Ein druck, bes. einen schmerzhaften auf das Gemüth macht, ἄτλατον β. ἔπληξε γυναῖκας Pind. N. 1, 48; ἱμέρου Aesch. Prom. 652; φίλοικτον Ag. 232; μαλϑακὸν ὀμμάτων 722; von verwundenden Worten, Eum. 646; Plat. Phil. 23 b Conv. 219 b. – Ein Paar Stellen sind im Hom., wo Aristarch βέλος = Wu nde nahm: Iliad. 8, 513 ἀλλ' ὥς τις τούτων γε βέλος καὶ οἴκοϑι πέσσῃ, βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ ὀξυόεντι, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι βέλος εἴρηκε τὸ τρῶμα ὁμωνύμως τῷ τιτρώσκοντι; 14, 439 βέλος δ' ἔτι ϑυμὸν ἐδάμνα, Scholl. Aristonic. ὅτι βέλος τὸν βεβλημένον τόπον. Vgl. Lehrs Aristarch. p. 70. Bei Aristaenet. βέλος καρδίας.
-
2 θάλπω
θάλπω, warm machen, erwärmen; στέατος μέγαν τροχὸν ϑάλποντες Od. 21, 179. 184. 246; ὑπό τ' εὐτρήτου χοάνοιο ϑαλφϑεὶς κασσίτερος Hes. Theog.863; ἔτι ἁλίῳ ἐϑάλπετο, d. i. er lebte noch, Pind. N. 4, 14, wie τρεῖς ποίας ϑάλψαι ὑπ' ἠελίῳ sc. ἑαυτόν Leon. Tar. 79 (VII, 731); Soph. Tr. 694; ϑάλπεται ῥάκη Phil. 38, wie φοίνικας ἁλίῳ πέπλους ϑάλπουσα Eur. Hel. 183, d. i. trocknen. – Einzeln in sp. Prosa, wie ἐϑάλπετο im Ggstz von ἐῤῥίγου Sext. Emp. pyrrh. 1, 82. – Auch vom Brüten der Vögel. – Uebertr., mit Liebe entzünden, entflammen, ἣ Διὸς ϑάλπει κέαρ ἔρωτι Aesch. Prom. 592, wie pass. Ζεὺς γὰρ ἱμέρου βέλει πρὸς σοῦ τέϑαλπται 653; von Raserei, 881; vom Schmerz, καί μ' ἔϑαλπε Soph. Ant. 415; ἔϑαλψεν ἄτης σπασμός Tr. 1072, intrans., entbrannte; pass., εἰς τί μοι βλέψασα ϑάλπει τῷδ' ἀνηκέστῳ πυρί; von heilloser, leidenschaftlicher Hoffnung, El. 876; quälen, martern, Alciphr. 2, 2; Aristaen. 1, 24; auch betrügen, αἴ κε μὴ ϑαλφϑῇ λόγοις Ar. Equ. 210; ἄλλον ἰοῖσα ϑάλπε φίλον, lieben, Theocr. 14, 38.
-
3 νῑκάω
νῑκάω, fut. νικήσω, die Annahme des att. fut. νικῶ beruht auf Pallad. 52 (XI, 288), wo νικῶσιν aber als praes. zu fassen ist; siegen, besiegen; – 1) intrans., siegen; den Vorzug haben, überlegen sein, ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ Il. 1, 576 Od. 18, 404; ὁ μὲν ἂρ μύϑοισιν, ὁ δ' ἔγχεϊ πολλὸν ἐνίκα, Il. 18, 252, öfter; νικήσας, der Sieger, 3, 138; ἐν Πυϑίοισι νικᾶν, Pind. N. 2, 9, u. oft vom Sieger in den Kampfspielen; δρόμῳ σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σϑένει, N. 10, 48. Häufig steht das praes. in der Bdtg Siegersein (gesiegt haben), ἐν Ὀλυμπιάδι νικῶν, Ol. 11, 17; dah. in den Angaben. der Sieger bei den Scholl. u. sonst gew, ἐνίκα, νικᾷ δ' ὁ πρῶτος καὶ τελευταῖος δραμών, Aesch. Ag. 305; νικᾶσϑαι, unterliegen, Spt. 496; ἐξαμαρτεῖν u. νικᾶν einander entgeggstzt, Soph. Phil. 95; πᾶσι τοῖς κριταῖς, ἑνὶ κριτῇ, mit der Stimme aller Richter in einem Wettkampfe siegen, Ar. Av. 445; vgl. νικᾷ πάσαις ταῖς ψήφοις ὁ νόμος, das Gesetz geht mit allen Stimmen durch, Plat. Legg. VII, 801 a; ἐν δημοκρατίᾳ νικᾷ ζῆν, es ist besser, Polit. 303 b; vgl. über die Bdtg des praes. Krüger zu Xen. An. 1, 10, 4, wo er auch Thuc. 7, 11 μάχῃ τῇ πρώτῃ νικᾶται ὑφ' ἡμῶν anführt, er ist besiegt worden; bei Dem. Lpt. 74 steht νικῶν neben παρακρουσόμενος; κακὴ βουλὴ νίκησε, der böse Rath siegte, behielt die Oberhand, Od. 10, 46; νικᾷ τὸ κέρδος, Aesch. Ag. 560; ἡ γνώμη ἐνίκησε, die Meinung behielt die Oberhand, fand Beifall, ging durch, Thuc. 2, 12 u. Folgde oft; δόξα, Plat. Gorg. 487 c; ἐκ τῆς νικώσης ἔπραττον πάντα, nach der durchgegangenen Meinung, nach Stimmenmehrheit, Xen. An. 5, 9, 18; vgl. ὅ, τι ἂν νικῴη ἐν τῷ κοινῷ τοῦτο κύριον εἶναι, Hell. 6, 5, 6; τὸ νικῆσαν ψήφισμα, Dem. 24, 27; u. ähnl. τέλος γε μέντοι δεῦρ' ἐνίκησεν μολεῖν, Soph. Ant. 233, vgl. 274; γνώμῃ νικῶν, mit einer Meinung durchdringend, Her. 3, 82; – auch = einen Proceß gewinnen, εἵνεκα νίκης, τήν μιν ἐγὼ νίκησα δικαζόμενος, Od. 11, 545, vgl. 558; oft bei den Rednern, selbst ἐνίκησε τοῦ κλήρου, in dem Proceß wegen der Erbschaft, Dem. 43, 32. – 2) trans., besiegen, überwinden, übertreffen, τινά, von Hom. an überall; μάχῃ νικῶντες Ἆχαιούς, Il. 16, 79; πόδεσσι δὲ πάντας ἐνίκα, mit den Füßen, im Laufe, 20, 410, wie 23, 756; κάλλει ἐνίκων φῦλα γυναικῶν, 9, 130; ἀγορῇ δέ ἑ παῦροι Ἀχαιῶν νίκων, 15, 284; neben κρείσσων γενέσϑαι, 3, 71 Od. 18, 46; auch von Leidenschaften, νόον νίκησε νεοίη, Il. 23, 604, von Fehlern, Umständen, die Einen wozu zwingen; so auch Tragg.; μὴ φόβος σε νικάτω φρένας, Aesch. Eum. 88, überwältigen; so ὕπνῳ, κέρδεσιν νικώμενος, Ag. 282. 333, wie ξυμφορᾷ νικωμένη Eur. Med. 1195; – auch c. gen., ἱμέρου νικώμενος, Aesch. Suppl 983; bes. bei Personen, statt ὑπό τινος, κρεισσόνων νικώμενος, Eur. Med. 316 Troad. 23 I. A. 1357; ἢν ταῦτα νικηϑῇς ἐμοῦ, Ar. Nubb. 1088; vgl. κρατεῖς τοι τῶν φίλων νικώμενος, Soph. Ai. 1332, also wie ἡσσάομαι construirt; Plat. vrbdt auch νικῶντα ἐν λόγοις πάντας ἀνϑρώπους, Conv. 213 e; Xen. mit dem partic., ἔςτε νικῴη καὶ τοὺς εὖ καὶ τοὺς κακῶς ποιοῦντας ἀλεξόμενος, An. 1, 9, 11, vgl. Ages. 9, 7 Mem. 2, 6, 35, im Abwehren. – Auch der acc. der Sache wird hinzugesetzt, wie in dem homerischen Beispiele νίκην νικᾶν, einen Sieg ersiegen, wie νικῶσα νίκην τίνα Eur. Suppl. 1060; von Kampfspielen so, Is. 6, 60; auch Plat. Rep. V, 465 d; πάντα ἐνίκα, alle Kämpfe gewann er, in allen Kämpfen siegte er, Il. 4, 389; ähnl. νικᾶν τὴν δίκην, Eur. El. 955, wie Ar. Vesp. 581; δίκας, Equ. 93; γνώμην ἐν τῷ δήμῳ, eine Meinung, einen Vorschlag durchsetzen, Vesp. 594, vgl. Nubb. 432; so auch Her. Ἱππίεω δὲ γνώμην νικήσαντος, 1, 61; οἱ νικῶντες τὰς γνώμας περὶ τούτων, Plat. Gorg. 456 a; Ὀλύμπια νενικηκότι, dem Sieger in den olympischen Spielen, Thuc. 1, 126, wie oft bei Luc. u. Paus.; ταύτην τὴν Ὀλυμπιάδα ἐνίκα στάδιον u. ä.; τὴν μάχην, in der Schlacht siegen, Plat. Lach. 191 c u. öfter, wie Xen. u. Folgde; auch ἐνίκησαν τὴν ναυμαχίαν τοὺς Λακεδαιμονίους, Aesch. 3, 181; νικήσας τοὺς Ἀϑηναίους τὴν ἐν Χαιρωνείᾳ μάχην, Pol. 5, 10, 1, neben μάχῃ, was sich bei denselben Schriftstellern eben so oft findet.
См. также в других словарях:
Ἱμέρου — Ἵμερος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱμέρου — ἱ̱μέρου , ἵμερος longing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek
πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
πειθώ — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Μαρωνείας, δήμος — Νέος δήμος του νομού Ροδόπης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αμαράντων, Ιμέρου, Μαρωνείας, Μιράνων, Ξυλαγανής, Πελαγίας και Προσκυνητών, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο οικισμός… … Dictionary of Greek