Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἱλάσϑητι

См. также в других словарях:

  • ἱλάσθητι — ἱ̱λάσθητι , ἱλάσκομαι appease aor imperat pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Молитва ко Пресвятой Троице — Пресвятая Троице (греч. Παναγία Τριάς)  первая фраза одной из трёх начальных молитв всех православных богослужебных последований, где слово Троица употреблено в звательном падеже  «Троице». Текст По славянски По гречески Пресвятая… …   Википедия

  • ιλάσκομαι — ἱλάσκομαι (ΑΜ) 1. (κυρίως για θεούς) εξιλεώνω, καταπραΰνω 2. (για ανθρώπους) εξευμενίζω 3. εξαγνίζω 4. (παθ. μελλ.) ἱλάσομαι και ἱλασθήσομαι α) ευσπλαγχνίζομαι, είμαι ελεήμων β) συγχωρώ («ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σι σλά σκ… …   Dictionary of Greek

  • ονοματολάτρες — Αίρεση που αναπτύχθηκε το 1913 στο ρωσικό μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα στο Άγιον Όρος. Ο εκεί μοναχός Ιλαρίων έγραψε θεολογικό σύγγραμμα με τον τίτλο Εις τα όρη του Καυκάσου. Στο σύγγραμμα αυτό υποστήριζε ότι το όνομα του θεού πρέπει να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»