Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἱκέτις

См. также в других словарях:

  • ἱκέτις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ικέτις — η (ΑΜ ἱκέτις) βλ. ικέτης …   Dictionary of Greek

  • ἱκετίδων — ἵκετις fem gen pl ἱκέτις fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκέτιδα — ἵκετις fem acc sg ἱκέτις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκέτιδας — ἵκετις fem acc pl ἱκέτις fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκέτιδες — ἵκετις fem nom/voc pl ἱκέτις fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκέτιδος — ἵκετις fem gen sg ἱκέτις fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκέτισι — ἵκετις fem dat pl ἱκέτις fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκέτισιν — ἵκετις fem dat pl ἱκέτις fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱκέτιν — ἱκέτις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ικέτης — ο, θηλ. ικέτιδα και ικέτις (ΑΜ ἱκέτης, θηλ. ἱκέτις, ιδος) αυτός που κατάφεύγει σε κάποιον και ζητά βοήθεια και προστασία νεοελλ. αυτός που παρακαλεί θερμά κάποιον, αυτός που εκλιπαρεί αρχ. αυτός που παρακαλεί να εξαγνιστεί από κάποιο φόνο τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»